- σιδηρόχαλκος
- ο / σιδηρόχαλκος, -ον, ΝΑνεοελλ.κράμα από σίδηρο και χαλκόαρχ.αυτός που αποτελείται από σίδηρο και χαλκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* + χαλκός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιδηρόχαλκον — σιδηρόχαλκος of iron and copper masc/fem acc sg σιδηρόχαλκος of iron and copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηροχάλκου — σιδηρόχαλκος of iron and copper masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρο- — ΝΑ, και σιδερο Ν Ι. α συνθετικό πολλών λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην λ. σίδηρος* / σίδερο. Οι λέξεις αυτές δηλώνουν ονόματα, ενέργειες ή καταστάσεις που σχετίζονται με τον σίδηρο (πρβλ. σιδηρo βόρος,… … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek